- φιλοκατάσκευος
- φῐλο-κατάσκευος, ον,A fond of elaborate diction,
λόγος Phld.Rh.1.164
S., cf. Procl.Chr.ap.Phot.Bibl. p.318 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγος Phld.Rh.1.164
S., cf. Procl.Chr.ap.Phot.Bibl. p.318 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκατάσκευος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να επιμελείται ιδιαίτερα την τεχνική δομή τού λόγου, που επιδιώκει το επιμελημένο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κατάσκευος (< κατασκευή)] … Dictionary of Greek
φιλοκατάσκευον — φιλοκατάσκευος fond of elaborate diction masc/fem acc sg φιλοκατάσκευος fond of elaborate diction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)